- σκαφοπάκτων
- σκᾰφο-πάκτων, ωνος, ὁ, a kind ofA boat or raft, POxy.1554.7 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκαφοπάκτων — ωνος, ὁ, Α είδος πλοιαρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφος (ΙΙ) + πάκτων «μικρή βάρκα από ξύλο ιτιάς»] … Dictionary of Greek
σκαφόπλωρος — ὁ, Α σκαφοπάκτων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφος (II) + πλωρος (< πρῷρα, με ανομοιωτική τροπή τού ρ σε λ )] … Dictionary of Greek